Σάββατο 8 Μαρτίου 2008

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

Η ΠΥΡΙΝΗ ΠΕΤΡΑ

Έχουν οι τόποι τα μυστικά τους.
Δε τα λένε¨ και που και σε ποιόν;Μήπως αγαπάει κανείς;Μήπως σωπαίνει; Ή μήπως βαδίζονται πια;
Τι να πει κανείς για το μυστικό πέλμα όταν ανεβαίνει βουνοπλαγιά
και ματώνει ή όταν φλέγεται στην άμμο και παραμένει.
Γυμνό,πάντα γυμνό.Ο μέγας αυτός αποκωδικοποιητής του κόσμου.

Σε γύρισα περπατώντας κατακαλόκαιρο.
Γυμνόπους και γυμνόπαις.
Πως αλλιώς μπορεί κανείς το ανάπτυγμα μιας πεταλούδας να ερευνήσει;

Είμαι μια πύρινη πέτρα¨ δεν είμαι βράχος.
Οι αντοχές μου σαν του Ταύρου και η τρυφερότητά μου σαν τη σιωπή
που ματίζει τα δίχτυα.
Τίποτα δε μου λείπει.Αυτάρκης.
Με τα γεννήματά μου,τα ψάρια μου,τα σύκα ,τα αμπέλια,το καλαθάκι
τα στάχια,τα νερά και τ΄αλάτια μου.Το χώμα μου.
Και πως αγναντεύω το πέλαγο, πως εποπτεύω.
Όλα είναι στις άκρες ή μαζεμένα εκεί στον κύκλο του Άδη,από φόβο.
Φοβούνται τα βράχια μονάχα τους και ψάχνουν συντροφιά.
Μόνο εγώ και η μικρή πέτρα του Άγιου καταμεσής.
Τι να φοβηθεί το απέρριτο;Την απεραντοσύνη;
Ξέρει το μαζί ,μέσα στην μόνωση.

Κάποιος θα με πει θλιμμένο παιδί ή τόπο,κόρη ή γυναίκα δίχως έρωτα.
Ο επιπόλαιος.Ο τουρίστας του εφήμερου.
Πως να γλυκάνεις αυτή τη σκληρή καρδιά;
Με μέλι θυμαρίσιο και γλυκό του κουταλιού,τ’ απογεματάκι στην πεζούλα.

Θυμάμαι ,πίσω από τον Ήλιο,σφυριλατούσα στο αμόνι τα σφαλματά μου.
Γι’αυτό το σχήμα,γι’αυτή τη χάρι,πολλά δάκρυα μείνανε στις αλυκές και
πολλά βράχια γίνανε άμμο ψιλή.Να ξαπλώνεις τώρα να λιάζεσαι.
Σκλήραινα πολλές φορές κι έσφιγγα τα δόντια.
Πολλά σκαριά τα χάλασα ,πολλά καρνάγια.
Και πάλι απ’την αρχή.
Ποιός θεός δωρίζει δύναμη;Ποιός αντοχή; Κανείς.
Χρυσάφι έχω μέσα μου,γι αυτό μπορώ κι αντέχω.
Ρουφάω τον ήλιο ,τον βαστώ,τον κάνω χώμα άγιο,νερό για γιατριές,αέρα
αλλοπαρμένο για σαλλούς ποιητές.

Βαθύ το Πυρ και Ύψιστο
Τα δυό τους ενωμένα
Φαίνεται νάχω μοναξιά
Μα όλα είναι ένα.



Τι κάθεσαι και γράφεις;Αντί να πας να φυτέψεις καμμιά ντομάτα,
να μαζέψεις τα φρέσκα τα σκόρδα,να ποτίσεις τις τριανταφυλλιές,
αντί να πας απέναντι να μαζέψεις σουλήνες,να δολώσεις τα παραγάδια,
να βγάλεις κάνα κιλό να το φάτε με κρασί μοσχάτο,αντί να πας στον
Αη Γιερμόλα να προσευχηθείς στις πλάκες,εσύ κάθεσαι και γράφεις.
Πάρε αυτήν την κροκάλα,πέτα τη στη θάλασσα κι όπου φτάσει,βούτα.
Βγάλε μια φούσκα,μια καλόγνωμα,μια πίνα και ρούφηξε την αρμύρα τους.Πήγαινε ν’αρμέξεις αγριοκάτσικα και πιες το γάλα τους.
Πιάσε αγριοπερίστερα και άστα να σε εξημερώσουνε.
Κλέψε καρπούζια και χορτάτος άσε να σε πάρει ο ύπνος.
Τι τα θες τα γραψίματα;

Πάνω στις πέτρες μου, Αύγουστο ,η πλάτη σου άντεξε τη φωτιά μου και
το μεδούλι σου όλο, το γεύτηκε το κορίτσι της λύπης.Τότε έγινε γυναίκα.
Κι άλλοτε στα ξωκλήσια να ιερουργείς και ν’ανάβεις λαμπάδες στις
Παναγιές του πόνου.
Να μη σου πω για το Κάστρο,τις πολεμίστρες.Γαλάζια τα κορμιά ,απ’
τον ιδρώ του Ρωμέικου.Τι γράφεις; Όταν ενηλικιώθηκες απ΄τη σιγή μου.

Ναι ,είμαι γυναίκα.Οι λοφίσκοι μου, γλουτοί και στήθη, και την άνοιξη
κόρη με την ήβη της ανθέμιον και ανθεστήριον για τους αγαθούς.
Ξέρεις εσύ.
Το μόνον της ζωής μυστήριον¨ η γυναίκα.Από καταβολής κόσμου.
Κι εγώ ,είμαι γυναίκα.Από καταβολής κόσμου.Κι ότι έγινε εδώ από
γυναίκες έγινε.Ξέρεις εσύ.
Κι αν δεν με περπατούσες,κι αν δεν άφηνες πάνω μου σπέρμα ,αίμα,
δάκρυ ,σιωπές και οδύνη,αν δεν είχες εγκαταλειφθεί πλήρως,τίποτε
δε θα σου έλεγα.Τα προαπαιτούμενα για να σε εμπιστευθώ ήταν αυτά.
Αλλιώς θα έμενες άντρας.Με άλφα μικρό.Δηλαδή μέσα στα χρόνια ίδιος.

Τώρα που αγάπησες την πέτρα,τώρα που εμπιστεύθηκες το ρίγος,τώρα εγώ σε θέλω.

Εδώ τους σκοτώνουμε τους άντρες.

Κρατάμε μόνο τους καλόκαρδους,που έχουν τη δύναμη της ώχρας και την ταπεινοφροσύνη μιας μάντρας ,όταν πέφτει ο ήλιος κα σκιάζει τα
νώτα της Λημνίας βοός.

14-8-1999
μεσημέρι